τσαρισμός

τσαρισμός
ο
η απολυταρχική εξουσία των τσάρων στην αυτοκρατορική Ρωσία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαρισμός — ο, Ν η αυταρχική εξουσία τών τσάρων τής Ρωσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. czarism / tsarism < czar / tsar (βλ. τσάρος) + κατάλ. ism. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • παντουρανισμός — Πολιτική κίνηση που αποσκοπούσε στον συνασπισμό όλων των τουρκικών και τουρανικής καταγωγής λαών και γενικότερα των τουρκοκρατικών φυλών της Ασίας σε ενιαίο κράτος ή σε ομοσπονδία. Πρώτοι θιασώτες του π. υπήρξαν οι Ούγγροι, στην προσπάθειά τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”